„παροδικός“ παροδικός [paroðiˈkos], παροδική, παροδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) vorübergehend vorübergehend παροδικός παροδικός