παρεμβολή
[paremvoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Einfügungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρεμβολήπαρεμβολή
- Zwischenrufαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαρεμβολή ομιλητήπαρεμβολή ομιλητή
- Bildstörungθηλυκό | Femininum, weiblich fπαρεμβολή τηλεόραση | Fernsehenτηλπαρεμβολή τηλεόραση | Fernsehenτηλ