παραμορφωμένος
[paramorfoˈmenos], παραμορφωμένη, παραμορφωμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- entstelltπαραμορφωμένοςπαραμορφωμένος
- missgebildetπαραμορφωμένος μόνιμαπαραμορφωμένος μόνιμα
esempi