παραμεθόριος
[parameˈθorios], παραμεθόρια, παραμεθόριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- παραμεθόρια ζώνηθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzlandουδέτερο | Neutrum, sächlich nRandgebietουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- παραμεθόρια κάτοικοςθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzbewohnerinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- παραμεθόρια πόληθηλυκό | Femininum, weiblich fGrenzstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi