„παραβλέπω“: μεταβατικό ρήμα παραβλέπω [paraˈvlepo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) übersehen, ein Auge zudrücken bei übersehen παραβλέπω λάθος παραβλέπω λάθος ein Auge zudrücken bei παραβλέπω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ παραβλέπω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ