παραβιάζω
[paraviˈazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufbrechenπαραβιάζω πόρτα, παράθυροπαραβιάζω πόρτα, παράθυρο
- knackenπαραβιάζω αυτοκίνητοπαραβιάζω αυτοκίνητο
- verletzen, übertretenπαραβιάζω νόμοπαραβιάζω νόμο
- brechenπαραβιάζω όρκο, λόγοπαραβιάζω όρκο, λόγο
- missachtenπαραβιάζω συμφωνία, κανόναπαραβιάζω συμφωνία, κανόνα