παραβαίνω
[paraˈveno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- übertreten, verletzen, verstoßen gegen.παραβαίνω νόμοπαραβαίνω νόμο
- brechenπαραβαίνω όρκο, υπόσχεσηπαραβαίνω όρκο, υπόσχεση
- missachtenπαραβαίνω συμφωνίαπαραβαίνω συμφωνία