παραβάν
[paraˈvan]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Wandschirmαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαραβάνπαραβάν
- Wahlkabineθηλυκό | Femininum, weiblich fπαραβάν για ψηφοφορίαπαραβάν για ψηφοφορία