„παρέχω“: μεταβατικό ρήμα παρέχω [paˈrexo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) gewähren, leisten, erteilen. gewähren παρέχω παρέχω leisten παρέχω βοήθεια παρέχω βοήθεια erteilen. παρέχω άδεια παρέχω άδεια esempi παρέχω τις πρώτες βοήθειες Erste Hilfe leisten παρέχω τις πρώτες βοήθειες