„παράμερα“: επίρρημα παράμερα [paˈramera]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) beiseite, abseits beiseite παράμερα στην άκρη παράμερα στην άκρη abseits παράμερα πιο μακριά παράμερα πιο μακριά