παλμός
[palˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vibrationθηλυκό | Femininum, weiblich fπαλμός δόνησηπαλμός δόνηση
- Herzschlagαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαλμός ιατρική | Medizinιατρπαλμός ιατρική | Medizinιατρ
- Impulsαρσενικό | Maskulinum, männlich mπαλμός φυσπαλμός φυσ
esempi
- παλμός καρδιάςHerzflatternουδέτερο | Neutrum, sächlich n