„παλιώνω“: αμετάβατο ρήμα παλιώνω [paˈʎono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) veralten veralten παλιώνω παλιώνω esempi αυτό το νέο έχει παλιώσει das ist doch Schnee von gestern αυτό το νέο έχει παλιώσει