„παλιοπράματα“: πληθυντικός ουδετέρου παλιοπράματα [paʎoˈpramata]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl οικείο | umgangssprachlichοικ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Trödel Trödelαρσενικό | Maskulinum, männlich m παλιοπράματα παλιοπράματα