„παθητικό“: ουδέτερο παθητικό [paθitiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Passiva Passivaπληθυντικός | Plural pl παθητικό οικονομία | Wirtschaftοικον παθητικό οικονομία | Wirtschaftοικον esempi εμφανίζω παθητικό in den roten Zahlen stecken εμφανίζω παθητικό