πίστη
[ˈpisti]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Glaubeαρσενικό | Maskulinum, männlich m (σε an+αιτιατική | +Akkusativ +akk)πίστη θρησκεία | Religionθρησκπίστη θρησκεία | Religionθρησκ
- Vertrauenουδέτερο | Neutrum, sächlich nπίστη εμπιστοσύνηπίστη εμπιστοσύνη
- Treueθηλυκό | Femininum, weiblich fπίστη ζευγαριούπίστη ζευγαριού
esempi
- πίστη στην πρόοδοFortschrittsglaubeαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πίστη στο θεόGötterglaubeαρσενικό | Maskulinum, männlich m