„πίνω“: μεταβατικό ρήμα πίνω [ˈpino]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <υποτακτική | Konjunktivkonjkt; πιω; ήπια; πιωμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) trinken, saufen trinken πίνω πίνω saufen πίνω ζώο πίνω ζώο esempi τα πίνω οικείο | umgangssprachlichοικ sich betrinken τα πίνω οικείο | umgangssprachlichοικ τα έχω πιεί einen intus haben τα έχω πιεί πίνω στην υγεία+γενική | +Genitiv +gen anstoßen auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk πίνω στην υγεία+γενική | +Genitiv +gen