πάτωμα
[ˈpatoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- (Fuß-)Bodenαρσενικό | Maskulinum, männlich mπάτωμα δωματίουπάτωμα δωματίου
- Etageθηλυκό | Femininum, weiblich fπάτωμα όροφοςGeschossουδέτερο | Neutrum, sächlich nπάτωμα όροφοςStock(werk)Maskulinum, Neutrum in Klammern m(n)πάτωμα όροφοςπάτωμα όροφος
esempi
- πάτωμα ντουζιέραςDuschwanneθηλυκό | Femininum, weiblich f