„πάστα“: θηλυκό πάστα [ˈpasta]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Kuchen, Paste, Torte Torte(nstück)Femininum, Neutrum in Klammern f(n) πάστα κομμάτι τούρτας πάστα κομμάτι τούρτας Kuchenαρσενικό | Maskulinum, männlich m πάστα γλυκό πάστα γλυκό Pasteθηλυκό | Femininum, weiblich f πάστα πολτός πάστα πολτός