ορόσημο
[oˈrosimo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Grenzsteinαρσενικό | Maskulinum, männlich mορόσημοορόσημο
- Meilensteinαρσενικό | Maskulinum, männlich mορόσημο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφορόσημο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ