„ορυχείο“: ουδέτερο ορυχείο [oriˈçio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bergwerk, Mine, Zeche Bergwerkουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορυχείο μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ Mineθηλυκό | Femininum, weiblich f ορυχείο μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ Zecheθηλυκό | Femininum, weiblich f ορυχείο μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ ορυχείο μεταλλουργία | Bergbauμεταλλ