ορμητικός
[ormitiˈkos], ορμητική, ορμητικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- schwungvollορμητικόςορμητικός
- ορμητικός σφοδρός
- ungestümορμητικός θερμός, ζωντανόςορμητικός θερμός, ζωντανός
- reißendορμητικός ποταμόςορμητικός ποταμός