ορμή
[orˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Schwungαρσενικό | Maskulinum, männlich mορμή φόραορμή φόρα
- Heftigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fορμή σφοδρότηταWuchtθηλυκό | Femininum, weiblich fορμή σφοδρότηταορμή σφοδρότητα
- Antriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mορμή ζωτικότηταορμή ζωτικότητα
- Drangαρσενικό | Maskulinum, männlich mορμήορμή
- Triebαρσενικό | Maskulinum, männlich mορμή ψυχολογία | Psychologieψυχολορμή ψυχολογία | Psychologieψυχολ