„οριζόμενος“ οριζόμενος [oriˈzomenos], οριζόμενη, οριζόμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) definiert definiert οριζόμενος οριζόμενος esempi οριζόμενος από τον χρήστη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ benutzerdefiniert οριζόμενος από τον χρήστη ηλεκτρονικός υπολογιστής | Computerη/υ