„ορθοστασία“: θηλυκό ορθοστασία [orθostaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Stehen Stehenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορθοστασία σνθ βλαβερή ορθοστασία σνθ βλαβερή