„ορειβασία“: θηλυκό ορειβασία [orivaˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bergsteigen Bergsteigenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ορειβασία ορειβασία esempi κάνω ορειβασία klettern κάνω ορειβασία