οργανικός
[orɣaniˈkos], οργανική, οργανικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- organischοργανικός χημεία | Chemieχημ ιατρική | Medizinιατροργανικός χημεία | Chemieχημ ιατρική | Medizinιατρ
- instrumentalοργανικός μουσοργανικός μουσ