ορίζω
[ˈorizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ορίζω αποφασίζω
- festsetzenορίζω προσδιορίζωορίζω προσδιορίζω
- definierenορίζω δίνω ορισμόορίζω δίνω ορισμό
- aussetzenορίζω αμοιβήορίζω αμοιβή
- einsetzenορίζω κληρονόμο, αντιπρόσωποορίζω κληρονόμο, αντιπρόσωπο
- verordnenορίζω γιατρόςορίζω γιατρός
- vorschreibenορίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ καθορίζωορίζω νομικός όρος | Rechtswesenνομ καθορίζω
esempi