„ορίζοντας“: αρσενικό ορίζοντας [oˈrizondas]αρσενικό | Maskulinum, männlich mκαι | und κ. μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Horizont Horizontαρσενικό | Maskulinum, männlich m ορίζοντας ορίζοντας