„οπωροκαλλιέργεια“: θηλυκό οπωροκαλλιέργεια [oporokaliˈerjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Obstbau Obstbauαρσενικό | Maskulinum, männlich m οπωροκαλλιέργεια οπωροκαλλιέργεια