οξύνομαι
[oˈksinome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich zuspitzen, sich verschärfenοξύνομαι κατάστασηοξύνομαι κατάσταση
- sich verhärtenοξύνομαι μέτωπαοξύνομαι μέτωπα