„οξεία“: θηλυκό οξεία [oˈksia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Akzent Akzentαρσενικό | Maskulinum, männlich m οξεία γραμματική | Grammatikγραμμ τονικό σημάδι οξεία γραμματική | Grammatikγραμμ τονικό σημάδι