ομοιότητα
[om(j)iˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Gleichheitθηλυκό | Femininum, weiblich fομοιότητα ταυτότηταομοιότητα ταυτότητα
- Ähnlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fομοιότητα κοινά στοιχείαομοιότητα κοινά στοιχεία
esempi
- ομοιότητα μεταξύ μελών οικογενείαςFamilienähnlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f