ομοιόβαθμος
[omiˈovaθmos], ομοιόβαθμη, ομοιόβαθμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- gleichrangigομοιόβαθμος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατομοιόβαθμος στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ