ολοκλήρωση
[oloˈklirosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Fertigstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fολοκλήρωση αποπεράτωσηολοκλήρωση αποπεράτωση
- Vollendungθηλυκό | Femininum, weiblich fολοκλήρωση τελειοποίησηολοκλήρωση τελειοποίηση
- Absolvierungθηλυκό | Femininum, weiblich fολοκλήρωση σπουδών, εξεταστικής περιόδουολοκλήρωση σπουδών, εξεταστικής περιόδου