„οικοδομώ“: μεταβατικό ρήμα οικοδομώ [ikoðoˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) bauen, erbauen, aufbauen bauen, erbauen οικοδομώ χτίζω οικοδομώ χτίζω (sich) aufbauen οικοδομώ δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ οικοδομώ δημιουργώ μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ