„οικοδομή“: θηλυκό οικοδομή [ikoðoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Bau, Gebäude Bauαρσενικό | Maskulinum, männlich m οικοδομή χτίσιμο οικοδομή χτίσιμο Gebäudeουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικοδομή κτήριο οικοδομή κτήριο