οικειότητα
[ikjiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- Vertrautheitθηλυκό | Femininum, weiblich fοικειότητα που πηγάζει από τη στενή γνωριμίαFamiliaritätθηλυκό | Femininum, weiblich fοικειότητα που πηγάζει από τη στενή γνωριμίαοικειότητα που πηγάζει από τη στενή γνωριμία
- Intimitätθηλυκό | Femininum, weiblich fοικειότητα πληθυντικός | Pluralpl σεξουαλικήοικειότητα πληθυντικός | Pluralpl σεξουαλική
- Vertrautheitθηλυκό | Femininum, weiblich fοικειότητα εξοικείωσηοικειότητα εξοικείωση