οδοντωτός
[oðondoˈtos], οδοντωτή, οδοντωτόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- zackigοδοντωτόςοδοντωτός
esempi
- οδοντωτός μηχανισμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mZahnradgetriebeουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- οδοντωτός σιδηρόδρομοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mZahnradbahnθηλυκό | Femininum, weiblich f