οδικός
[oðiˈkos], οδική, οδικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- οδικές εργασίεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplStraßenarbeitenπληθυντικός | Plural pl
- οδικές συνθήκεςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplStraßenverhältnisseπληθυντικός | Plural pl
- οδική αρτηρίαθηλυκό | Femininum, weiblich fFernstraßeθηλυκό | Femininum, weiblich f
nascondi gli esempimostra più esempi