„ογκολόγος“: αρσενικό και θηλυκό ογκολόγος [oŋgoˈloɣos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Onkologe, Onkologin Onkologeαρσενικό | Maskulinum, männlich m ογκολόγος Onkologinθηλυκό | Femininum, weiblich f ογκολόγος ογκολόγος