ξύπνιος
[ˈksipɲos], ξύπνια, ξύπνιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- wachξύπνιος ξυπνητόςξύπνιος ξυπνητός
- aufgewecktξύπνιος έξυπνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφξύπνιος έξυπνος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ