ξεχωρίζω
[ksexoˈrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- ξεχωρίζω βάζω χωριστά
- beiseitelegenξεχωρίζω βάζω στην άκρηξεχωρίζω βάζω στην άκρη
- aussortierenξεχωρίζω ξεδιαλέγωξεχωρίζω ξεδιαλέγω
- unterscheidenξεχωρίζω διακρίνωξεχωρίζω διακρίνω
- erkennenξεχωρίζω διακρίνω με το βλέμμαξεχωρίζω διακρίνω με το βλέμμα
- auseinanderhaltenξεχωρίζω μεταξύ δύοξεχωρίζω μεταξύ δύο
- bevorzugenξεχωρίζω κάνω διακρίσειςξεχωρίζω κάνω διακρίσεις
ξεχωρίζω
[ksexoˈrizo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -στηκα; -σμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- sich auszeichnen (για durch)ξεχωρίζω υπερέχωsich abheben (από von)ξεχωρίζω υπερέχωsich unterscheiden (από… σε von … in+δοτική | +Dativ +dat)ξεχωρίζω υπερέχωξεχωρίζω υπερέχω
- ξεχωρίζω φαντάζω