ξετυλίγω
[ksetiˈliɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- aufwickelnξετυλίγωξετυλίγω
- auswickelnξετυλίγω δώροξετυλίγω δώρο
- ξετυλίγω κάτι σε σχήμα ρολού