„ξεσκεπάζω“: μεταβατικό ρήμα ξεσκεπάζω [kseskjeˈpazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) abdecken, aufdecken, aufdecken, entlarven abdecken, aufdecken ξεσκεπάζω αφαιρώ το σκέπασμα ξεσκεπάζω αφαιρώ το σκέπασμα aufdecken, entlarven ξεσκεπάζω φανερώνω ξεσκεπάζω φανερώνω