„ξεπλένω“: μεταβατικό ρήμα ξεπλένω [kseˈpleno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-υνα; -ύθηκα; -υμένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) ausspülen, abspülen ausspülen, abspülen ξεπλένω ξεβγάζω ξεπλένω ξεβγάζω esempi ξεπλένω στο ντους abduschen ξεπλένω στο ντους