„ξεκουμπώνω“: μεταβατικό ρήμα ξεκουμπώνω [ksekumˈbono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) aufknöpfen aufknöpfen ξεκουμπώνω ξεκουμπώνω