ξεθυμαίνω
[kseθiˈmeno]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ανα; -ασμένος>Panoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
- abreagieren, sich Luft machenξεθυμαίνω απαλλάσσομαι από το θυμό μουξεθυμαίνω απαλλάσσομαι από το θυμό μου
- ξεθυμαίνω ξεσπώ
- sich austobenξεθυμαίνω βγάζω τα απωθημένα μουξεθυμαίνω βγάζω τα απωθημένα μου
- verfliegenξεθυμαίνω έρωτας, μυρωδιάξεθυμαίνω έρωτας, μυρωδιά