„ξάπλα“: θηλυκό ξάπλα [ˈksapla]θηλυκό | Femininum, weiblich fσυνήθως | meist σνθ μειωτικός όρος | pejorativ, abwertendμειωτ Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) Nichtstun Nichtstunουδέτερο | Neutrum, sächlich n ξάπλα ξάπλα