νωτιαίος
[notiˈeos], νωτιαία, νωτιαίοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjPanoramica di tutte le traduzion
(Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli)
esempi
- νωτιαίος μυελόςαρσενικό | Maskulinum, männlich mRückenmarkουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- νωτιαίος σπόνδυλοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mRückenwirbelαρσενικό | Maskulinum, männlich m