„νωρίς“: επίρρημα νωρίς [noˈris]επίρρημα | Adverb adv Panoramica di tutte le traduzion (Fai clic sulla/Tocca traduzione per maggiori dettagli) früh, zeitig, frühzeitig früh, zeitig νωρίς νωρίς frühzeitig νωρίς εγκαίρως νωρίς εγκαίρως esempi πολύ νωρίς zu früh πολύ νωρίς το νωρίτερο frühestens το νωρίτερο από νωρίς beizeiten, frühzeitig από νωρίς